- λοιδοριστής
- λοιδοριστήςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοιδοριστής — λοιδοριστής, ὁ (Α) υβριστής, κακολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λοιδοριστής αντί τού ορθτ. *λοιδορητής < λοιδορώ κατά τα παρ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. υβρ ισ τής)] … Dictionary of Greek
λοιδορησμός — λοιδορησμός, ὁ (Α) λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού *λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε ίζω (βλ. και λοιδοριστής)] … Dictionary of Greek
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek